“Άδειο δωμάτιο…” με αφορμή μια φωτογραφία μου, ένα κείμενο της Ειρήνης Πολίτου
Γράφει η Ειρήνη Πολίτου
Φωτό: Δημήτρης Σιδερίδης
Χτες μπήκα στο δωμάτιο που κοιμόμασταν. Δεν είχα ξαναμπεί από τότε που έφυγες. Το είχα κλειδώσει όπως είχα κλειδώσει και την ίδια μου την ύπαρξη. Τα σεντόνια ήταν τσαλακωμένα θυμίζοντας την τελευταία νύχτα που περάσαμε μαζί. Δεν τα πείραξα. Δεν ήθελα να χαθούν τα νεκρά κύτταρα που είχαν μείνει εκεί μετά τον ύπνο σου. Κοίταξα την φωτογραφία μας στο κομοδίνο. Ήταν ασπρόμαυρη, όπως και η ζωή μας. Δεν υπήρχαν χρώματα στις μέρες μας, αλλά δεν με ένοιαζε γιατί η παρουσία σου με γέμιζε. Ήταν μια παρουσία άνοστη σαν ανάλατο φαγητό, όμως αυτό μου αρκούσε.
Πήγα στο παράθυρο. Κοίταξα μέσα από τις γρίλιες τον κόσμο έξω. Αυτός είχε χρώμα. Κίτρινο, κόκκινο, μπλε. Εγώ όμως ήθελα το άσπρο και το μαύρο μια ζωή. «Μια ζωή…» τι έκφραση κι αυτή. Την καταπίνει ο χρόνος όπως κατάπιε κι εμάς στο πέρασμα του.
Έβγαλα τα παπούτσια μου, εκείνα τα παπούτσια που μου αγόρασες στην πρώτη μας επέτειο, τα άφησα δίπλα στην πόρτα και ξάπλωσα στο πάτωμα. Παραδόξως δεν είχε σκόνη. Στο ταβάνι, μια μικρή αράχνη έκοβε βόλτες ανενόχλητη. Τώρα που έφυγες, όλα τα έντομα θέλουν να πάρουν την θέση σου. Τι να κάνω κι εγώ; Τα αφήνω. Δεν τα φοβάμαι πια.
Άρχισα να κάνω γιόγκα. Το ήθελα από παλιά, το ξέρεις, αλλά δεν είχα χρόνο γιατί έπρεπε να σε φροντίζω. Έπρεπε κάθε μέρα να έχεις καθαρό πουκάμισο και σιδερωμένο παντελόνι. Ο άλλος μου εαυτός μου είπε πως ζούσα την ζωή σου. Μπορεί. Μου άρεσε όμως η ασπρόμαυρη ζωή, το άνοστο φαγητό, τα σιδερωμένα ρούχα.
Ξέχασα να σου πω ότι σήμερα πέταξα το σίδερο, έβαλα αλάτι στο φαγητό μου, φόρεσα χρωματιστά ρούχα και έβαλα πωλητήριο έξω από το σπίτι. Τα παπούτσια τα άφησα στο δωμάτιο δίπλα στη σκόνη που είχε σχηματιστεί γύρω τους.